- ραιτικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Ραιτία, ρωμαϊκή επαρχία τών Άλπεων, ή στους κατοίκους αυτής τής περιοχής («Ραιτικές Άλπεις» — τμήμα τών κεντρικών Ἄλπεων που εκτείνεται κατά μήκος τών ιταλοελβετικών και τών ελβετοαυστριακών συνόρων αλλά ορθώνεται κυρίως στο καντόνι Γκράουμπυντεν τής Ελβετίας)2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Ραιτικήη Ραιτία3. φρ. «ραιτική γλώσσα» — γλώσσα που μιλήθηκε από τους αρχαίους Ραιτίους στην νότια Γερμανία και σε περιοχές τών Ιταλικών, Αυστριακών και Ελβετικών Ἄλπεων σε προρρωμαϊκούς χρόνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ραιτία «ρωμαϊκή επαρχία τών Άλπεων»].
Dictionary of Greek. 2013.